- συνοίκουρος
- συνοίκουρ-ος, ον,A living at home together: c. gen., σ. κακῶν a partner in mischief, E.Hipp.1069 (vv. ll. -ουρούς, -ουργούς).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοικουρός — όν, και συνοίκουρος, ον Α 1. αυτός που μένει στο σπίτι μαζί με κάποιον 2. φρ. «συνοικουρὸς κακῶν» σύντροφος σε αταξία, σε ζημιά (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἴκουρος «αυτός που μένει σπίτι»] … Dictionary of Greek
συνοικουρώ — έω, Α [συνοικουρός] 1. μένω στο σπίτι μαζί με κάποιον 2. μτφ. (για σκουριά) διαβρώνω εντελώς … Dictionary of Greek
ξυνοικούρους — συνοικούρους , συνοίκουρος living at home together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικουρῶν — συνοικουρέω live at home together pres part act masc nom sg (attic epic doric) συνοικουρός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)